- υπερελαύνω
- ΜΑ [ἐλαύνω]μσν.μτφ. υπερτερώαρχ.ελαύνω πέρα ή πάνω από κάποιον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπερελαῦνον — ὑπερελαύνω pass over pres part act masc voc sg ὑπερελαύνω pass over pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερελαύνει — ὑπερελαύ̱νει , ὑπερελαύνω pass over aor subj act 3rd sg (epic) ὑπερελαύ̱νει , ὑπερελαύνω pass over pres ind mp 2nd sg ὑπερελαύ̱νει , ὑπερελαύνω pass over pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελαύνω — (ΑΜ ἐλαύνω) 1. κινώ, οδηγώ, κατευθύνω 2. (για ιππέα) κατευθύνω το άλογο ή τα άλογα τού άρματος 3. επιτίθεμαι 4. κωπηλατώ 5. διώχνω, απομακρύνω βιαίως 6. (για μέταλλα) σφυρηλατώ μσν. 1. συλλαμβάνω 2. ανακοινώνω αρχ. 1. (για πεζούς) προχωρώ 2. πλέω … Dictionary of Greek
υπερέλασις — άσεως, ἡ, Α [ὑπερελαύνω] (κατά τον Ησύχ.) «ὑπέρθεσις, ὑπερβολή» … Dictionary of Greek
ὑπερελαύνειν — ὑπερελαύ̱νειν , ὑπερελαύνω pass over pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)